- νικᾶσαι
- νῑκᾶσαι , νικάωconquerpres ind mp 2nd sgνῑκᾶσαι , νικάωconquerpres part act fem nom/voc pl (doric)νῑκᾶσαι , νικάωconqueraor inf act (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одалаѥмъ — (2*) прич. страд. наст. к одалати: и вельми възношашетьс˫а. рика˫а. срамѣ˫ас˫а ѧко ѿ преподобнаго ѡдалаѥмъ. (τὴν… ἧτταν) ЖФСт к. XII, 94; аще ли одалаѥмъ [в др. сп. одолѣѥмъ] ѥси ѿ стр(с)ти. слыши гл҃ющаго всѧ искѹшающе доброѥ прiѥмлѣте.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek